- λοχαγήσαντα
- λοχᾱγήσαντα , λοχαγέωlead aaor part act neut nom/voc/acc plλοχᾱγήσαντα , λοχαγέωlead aaor part act masc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.